τσέργα

τσέργα
η, Ν
είδος μάλλινου κλινοσκεπάσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σλαβ. tšerga < ρομαν. serga < λατ. sericus < σηρικός, ενώ κατ' άλλους, < τουρκ. cerge].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τσέργα — η (λ. σλαβ.), μάλλινη κουβέρτα, βελέντζα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσεργοθήκη — η, Ν ερμάρι ή άλλο έπιπλο για τη φύλαξη τών κλινοσκεπασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέργα + θήκη] …   Dictionary of Greek

  • φλοκάτη — φλοκάτη, η και φλοκάτα, η (λ. ιταλ.) 1. παχύ (χοντρό) και βαρύ φλοκωτό πανωφόρι τσοπάνηδων και χωρικών, η κάπα, η καπότα: Εβρόντησαν τα χαϊμαλιά, ανέμισε η φλοκάτη (Α. Βαλαωρίτης). 2. είδος μάλλινης κουβέρτας φλοκωτής, τσέργα, βελέντζα:… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”